στεναύχην

στεναύχην
και ιων. τ. στειναύχην, -ενος, ὁ, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + αὐχήν, -ένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στειναύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α βλ. στεναύχην …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”